- χειρόβιος
- -ον, Ααυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύ-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρόβιος — living by handiwork masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόβιοι — χειρόβιος living by handiwork masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροβίοτος — ον, ΜΑ χειρόβιος*, βιοπαλαιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] … Dictionary of Greek
χειροβοσκός — όν, Α χειρόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βοσκός] … Dictionary of Greek
χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… … Dictionary of Greek